- κουφισμος
- κουφισμόςὁ Plut. = κούφισμα См. κουφισμα
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κουφισμός — κουφισμός, ὁ (AM) [κουφίζω (II)] 1. ανακούφιση, ελάφρυνση από σωματικό ή ψυχικό πόνο («κουφισμὸς συμφορᾱς», Ιώσ.) 2. φορολογική απαλλαγή μσν. 1. γραμμ. έκθλιψη 2. ανύψωση … Dictionary of Greek
κουφισμός — remission masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμοί — κουφισμός remission masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμοῦ — κουφισμός remission masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμούς — κουφισμός remission masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμῶν — κουφισμός remission masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμῷ — κουφισμός remission masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμόν — κουφισμός remission masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφισμῶι — κουφισμῷ , κουφισμός remission masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)